ποσείδιος

ποσείδιος
-ον, Α
βλ. ποσιδήϊος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποσιδήϊος — η, ον και αττικ. τ. ποσιδεῑος και ποσείδιος και δωρ. τ. ποσιδάϊος, Α 1. αυτός που ανήκει στον Ποσειδώνα («Ποσιδήϊον άλσος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποσιδάϊος και ποσιδεῑος ονομασία μήνα τού ημερολογίου τής Επιδαύρου 3. (το ουδ. ως κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”